- ἐπιεικείᾳ
- ἐπιεικείᾱͅ , ἐπιείκειαreasonablenessfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπιείκεια — reasonableness fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιείκεια — Όρος που στην περιοχή του δικαίου έχει προσκτήσει ποικίλες έννοιες. Στην αριστοτελική ηθική φιλοσοφία (Ηθικά Νικομάχεια, κεφ. Ε 14.1137 b, 26 επ.) το «επιεικές» είναι η βαθύτερη, πληρέστερη, περιεκτικότερη πραγμάτωση της δικαιοσύνης, που ο νόμος … Dictionary of Greek
επιείκεια — η συγκατάβαση, και ιδίως η τιμωρία αδικήματος ή σφάλματος με ηπιότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιεικείας — ἐπιεικείᾱς , ἐπιείκεια reasonableness fem acc pl ἐπιεικείᾱς , ἐπιείκεια reasonableness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιεικείαι — ἐπιεικείᾱͅ , ἐπιείκεια reasonableness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιεικείαις — ἐπιείκεια reasonableness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιεικείης — ἐπιείκεια reasonableness fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιεικείῃ — ἐπιείκεια reasonableness fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιείκειαι — ἐπιείκεια reasonableness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιείκειαν — ἐπιείκεια reasonableness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)